- τετραϊωδαιθυλένιο
- το, Νχημ. άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης διιωδοφόρμιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. tetraiodethylene < tetra- (< τετρ[α]-*) + iode (βλ. λ. ιώδιο) + ethylene (βλ. λ. αιθυλένιο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.